Δραματική επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα διαπιστώνει έκθεση που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNICEF, μετά από ανάλυση δεδομένων της περιόδου 1995-2015 από την EUROSTAT και την ΕΛΣΤΑΤ. Για παράδειγμα, η παιδική φτώχεια αυξήθηκε κατά 6,3% ή, σε απόλυτους αριθμούς, 122.340 περισσότερα παιδιά βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της φτώχειας. Από συγχρονική σκοπιά, οι εμπειρικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι, το 2014 η παιδική φτώχεια ήταν στο 25,3% (424.000 παιδιά), αυξημένο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2010 (22,3%). Η μέση μηνιαία ισοδύναμη καταναλωτική δαπάνη σε σταθερές τιμές για μια οικογένεια με δύο παιδιά ήταν το 2014, 1.551€ ενώ αυτή του 2010, 2.359€. Το 2015 η σοβαρή υλική αποστέρηση στις οικογένειες με παιδιά ήταν στο 26,8%.
Το επίπεδο υλικής αποστέρησης εκφράζει την οικονομική αδυναμία απόκτησης αγαθών που θεωρούνται επιθυμητά ή και απαραίτητα για μια ικανοποιητική ζωή. Ο δείκτης αυτός κάνει τη διάκριση μεταξύ των ατόμων που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην απόκτηση ενός ορισμένου αγαθού ή υπηρεσίας και αυτών που δεν το θέλουν ή δεν το χρειάζονται.
Η σοβαρή υλική αποστέρηση ορίζεται ως η αντικειμενική αδυναμία των οικογενειών να πληρώσουν για τουλάχιστον τέσσερα από εννιά αγαθά και υπηρεσίες (δηλαδή ενοίκιο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κρέας, διακοπές, τηλεόραση, αυτοκίνητο, τηλέφωνο).
Το επίπεδο σοβαρής υλικής αποστέρησης έχει επιδεινωθεί δραματικά για όλους τους τύπους νοικοκυριών μετά τα κρίσιμα έτη 2010 και 2011, αγγίζοντας το 36,6% για το 2015 μεταξύ των μονογονεϊκών οικογενειών και το 31,3% στις πολύτεκνες οικογένειες (για τις οποίες το ειδικό επίδομα αντικαταστάθηκε με μια πενιχρή προνοιακή παροχή που χορηγείται μετά από αυστηρό έλεγχο των πόρων).
Βάσει της ανάλυσης των δεδομένων της EUROSTAT, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά ¼ από το 2008 μέχρι σήμερα, η ανεργία έχει αυξηθεί δραματικά στο 27% (και 50% μεταξύ των νέων) και ένας στους πέντε κατοίκους ζουν σε συνθήκες σοβαρής υλικής αποστέρησης.
Οι αδρές αυτές εκτιμήσεις συνιστούν λόγο ανησυχίας για τις προοπτικές ευημερίας και κινητικότητας παιδιών και εφήβων ιδιαίτερα μεταξύ οικογενειών από χαμηλά και μικρομεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Το κόστος από μια πιθανή επιδείνωση της κατάστασης των παιδιών μπορεί να είναι διττό, τόσο από την σκοπιά της παραγωγικότητας και του εισοδήματος για το άτομο, όσο και από την σκοπιά της οικονομικής ανάπτυξης για την κοινωνία ως σύνολο (π.χ. λόγω της μη-αξιοποίησης των δυνατοτήτων και των ταλέντων παιδιών από λιγότερο πλούσιες οικογένειες).
Η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα (οριζόμενη ως ποσοστό των παιδιών που ζουν σε οικογένειες με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του 60% του αντίστοιχου εθνικού διάμεσου εισοδήματος) ξεκινά από σχετικά χαμηλό αφετηριακό σημείο πριν την επίδραση των συνολικών δαπανών για κοινωνική προστασία (26,5%) για το χρονικό διάστημα 1995-2014 και σε σύγκριση με τις υπό εξέταση χώρες της ΕΕ.
Ωστόσο, η πολύ μικρή μείωση της παιδικής φτώχειας επιτυγχάνεται κυρίως μέσω των συντάξεων (2,7%), ενώ η επίδραση των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων είναι οριακή (2,6%) αν συγκριθεί με την επίδραση αυτή σε χώρες όπως π.χ. οι σκανδιναβικές. Ωστόσο, η τεράστια σημασία των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων, δηλαδή παροχών σε χρήμα και σε είδος προς την οικογένεια, την υγεία, την πρόνοια, την στέγαση, κ.λπ. (όπου η Ελλάδα υστερεί σημαντικά) για τον μετριασμό της παιδικής φτώχειας επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά ευρήματα της έκθεσης.
Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση των δεδομένων των ερευνών ECHP και EU-SILC προκύπτει ότι οι λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις σε χρήμα και σε είδος (δηλαδή, εκτός των συντάξεων γήρατος και χηρείας) μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν ένα συντριπτικό ποσοστό (της τάξης του 83%) της μεταβλητότητας της παιδικής φτώχειας στις υπό εξέταση χώρες της ΕΕ.
Από την σκοπιά της διαγενεακής μεταβίβασης της φτώχειας, οι ανισότητες στην παιδική φτώχεια είναι τεράστιες μεταξύ των οικογενειών χαμηλής και υψηλής εκπαίδευσης. Ειδικότερα, η φτώχεια των παιδιών που κατάγονται από οικογένειες χαμηλής εκπαίδευσης (δημοτικό και γυμνάσιο) κυμαίνεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα διαχρονικά, προσεγγίζοντας ακόμη και το 60% τα τελευταία χρόνια.
Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγικής και μεταναστευτικής κίνησης προς την Ευρώπη αναγκαία είναι η αναφορά σε βασικά νομοθετήματα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο που σχετίζονται με τη διεθνή προστασία και τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται, με ιδιαίτερη αναφορά, μεταξύ άλλων, στην Σύμβαση της Γενεύης και στον Κανονισμό ΕΚ 604/2013 (Δουβλίνο ΙΙΙ).
Η αποτίμηση της κατάστασης, όπως έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη με βάση της ακολουθούμενες πολιτικές, οι οποίες προσανατολίζονται στην ασφάλεια των συνόρων έναντι της ασφάλειας των ανθρώπων, έχει ως αποτέλεσμα την -παρά τις προβλέψεις της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας- αμφισβήτηση στην πράξη της θεμελιώδους αρχής του προσφυγικού δικαίου περί μη επαναπροώθησης σε μη ασφαλή χώρα και εν τέλει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών που μετακινούνται.
Επιπλέον η Έκθεση συμπεριλαμβάνει σημαντικές προτάσεις πολιτικής για τη βελτίωση της κατάστασης των παιδιών στη χώρα μας:
Τα παιδιά δεν έχουν τον έλεγχο των συνθηκών της ζωής και εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους γονείς για την παρούσα και μελλοντική ευημερία. Η οικογένεια προέλευσης αποτελεί τον βασικότερο προσδιοριστικό παράγοντα για την ευημερία και ανάπτυξη στα πρώιμα χρόνια της ζωής των παιδιών, καθώς επίσης και στη διαμόρφωση των μελλοντικών τους αποτελεσμάτων (π.χ. εκπαίδευση, απασχόληση, εισόδημα, κ.λπ.).
Για τον λόγο αυτό, η έκθεση αυτή προτείνει την υλοποίηση μιας δημόσιας κοινωνικής επένδυσης (με καθολικές κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες) προκειμένου να περιοριστεί η σημασία της οικογενειακής και ευρύτερα κοινωνικής προέλευσης για την αναπαραγωγή της φτώχειας και της ανισότητας στην ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα συνταξιοκεντρικό σύστημα κοινωνικής προστασίας που δεν επιτυγχάνει ουσιαστική μείωση της παιδικής φτώχειας και αποστέρησης. Αντίθετα, οι χώρες της ΕΕ που δίνουν έμφαση σε λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις χωρίς έλεγχο πόρων των δικαιούχων μειώνουν αισθητά την παιδική φτώχεια και αποστέρηση. Το στοιχείο αυτό δείχνει την αναγκαιότητα υιοθέτησης πολιτικών που εστιάζουν σε παροχές σε χρήμα και σε είδος με βάση την αρχή της καθολικότητας ή, με άλλα λόγια, την ιδιότητα του πολίτη.
Η κατεύθυνση της κοινωνικής μεταρρύθμισης χρειάζεται να στραφεί στις ευάλωτες οικογένειες με παιδιά και, ιδιαίτερα, στις αυξανόμενες μονογονεϊκές οικογένειες και τις πολύτεκνες οικογένειες. Ακόμη και σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική στήριξη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς μέσα από κοινωνικές παροχές σε είδος και χρήμα, γονικές άδειες από την εργασία (όχι μόνο για τις μητέρες αλλά και τους πατέρες ανεξαρτήτως τομέα εργασίας), φοροελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές σε οικονομικά ασθενείς οικογένειες με παιδιά, κ.λπ.
Η προώθηση της ισότητας των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα και η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας μπορεί να αποβεί επωφελής τόσο για την οικογένεια όσο και για την ελληνική κοινωνία ως σύνολο. Τα νοικοκυριά διπλής καριέρας αντιμετωπίζουν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας και αποστέρησης, ενώ γενικότερα η απασχόληση των γυναικών συμβάλλει στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη μέσω της αξιοποίησης του δυναμικού ενός σημαντικού εργασιακά δυνάμενου πληθυσμού. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η επιστροφή στην εργασία των γυναικών-μητέρων μετά από μια ορισμένη κατάλληλη ηλικία των παιδιών και η επανένταξη στην αγορά εργασίας με ευνοϊκούς όρους.
Η συμφιλίωση της οικογενειακής και εργασιακής ζωής μπορεί να ενισχυθεί με την ανάπτυξη των δημόσιων δομών προσχολικής φροντίδας που εστιάζουν στην γνωστική ανάπτυξη των παιδιών (δίχως να διαταράσσεται ο συναισθηματικός δεσμός μέσα στην οικογένεια).
Το ζήτημα της συναισθηματικής πρόσδεσης στο πλαίσιο της οικογένειας είναι σημαντικό και χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη κατά τη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών για την στήριξη της οικογένειας (π.χ. η χορήγηση γενναιόδωρων γονεϊκών αδειών από την εργασία μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ γονέων και παιδιών).
Οι ανάγκες που διαπιστώνονται στο πεδίο της παιδικής προστασίας αφορούν την ίδρυση ενός σαφώς δομημένου φορέα, ο οποίος θα συντονίζει την εφαρμογή των πολιτικών και των προγραμμάτων με αντικείμενο τα δικαιώματα των παιδιών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων Υπουργείων και φορέων, καθώς και μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης, του κεντρικού, του περιφερειακού και του τοπικού και να του παρασχεθούν οι απαραίτητοι πόροι σε τεχνικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Ακόμη χρειάζεται να υιοθετηθεί ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και μετρήσιμους σκοπούς και στόχους, ώστε να παρακολουθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό την πρόοδο όσον αφορά την απόλαυση των δικαιωμάτων για όλα τα παιδιά στην Ελλάδα.
Αναγκαία είναι η ανάπτυξη παιδοκεντρικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα αποτυπώνεται σε φιλικούς για τα παιδιά προϋπολογισμούς και στη διαμόρφωση ιδιαίτερου κωδικού στον προϋπολογισμό για τη χρηματοδότη του συνόλου των κρατικών πολιτικών που αφορούν το παιδί.
Τέλος, προτείνεται η βελτίωση του συστήματος επιτροπείας των ασυνόδευτων ανηλίκων και των ανηλίκων που έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους, έτσι ώστε να καταστεί λειτουργικό, ουσιαστικό και αποτελεσματικό και η αύξηση της χωρητικότητας για τους ασυνόδευτους ανηλίκους στα κέντρα υποδοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου