Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Ο έλεγχος της Συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Η πρώτη λογική, και θεσμική συνάμα, αφετηρία της διαδικασίας του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα πρέπει να αναζητηθεί στην καθολική αναγνώριση του Συντάγματος από τους πολίτες και την εξουσία, από τη θεωρία και τη νομολογία ως του θεμελιώδους και υπέρτατου Νόμου της Πολιτείας, που δεσμεύει και υποχρεώνει όλα τα κρατικά όργανα, όλες τις συντεταγμένες εξουσίες. Ο δεσμευτικός του χαρακτήρας δημιουργεί καθήκοντα για τους άρχοντες και δικαιώματα για τους πολίτες.

Η δεσμευτικότητα πάντως του Συντάγματος είναι συνάρτηση της δεσμευτικότητας γενικότερα του Δικαίου, το οποίο εξαναγκάζει σε συμμόρφωση τους πάντες, επειδή επιβάλλεται από μια ισχυρή γενική θέληση, που είναι υπεράνω των ιδιωτικών θελήσεων και τους υποχρεώνει «να τηρώσι τον κοινόν όρον (διαβιώσεως) και να σέβονται τον γενικόν δίκαιον». Η εγγύηση τηρήσεως του συντάγματος είναι κατ αρχήν πολιτική και αφορά το Σύνταγμα με την ουσιαστική και όχι με την τυπική του όρου έννοια. Αφορά άρα το πολίτευμα. Αποτυπώνεται στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο, και μάλιστα στο ακροτελεύτιο άρθρο του, που αφιέρωνε την τήρησή του στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, το δικαίωμα αντίστασης των Ελλήνων σε περίπτωση κατάλυσης του πολιτεύματος θεωρήθηκε ως θεμέλιο και δικαιολογία του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας.

Η θεώρηση του Συντάγματος ως κανόνα επιτακτικού και δεσμευτικού, που αξιώνει τήρηση και εφαρμογή από όλες τις συντεταγμένες αρχές και εξουσίες, διεκδικεί, παράλληλα, και το προβάδισμα κάθε φορά που κατά την εφαρμογή του συμβαίνει να συγκρούεται κατά περιεχόμενο με πράξεις της νομοθετικής εξουσίας.

Επομένως, για την ελληνική έννομη τάξη ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί, κατά βάση, συνέπεια της πρωταρχικής σημασίας του Συντάγματος για το Πολίτευμα καθώς και της προέλευσης του από τη βούληση της κυρίαρχης, της συντακτικής εξουσίας. Η υπεροχή του απέναντι στον νόμο δεν είναι τόσο τυπική όσο είναι ουσιαστική: περιέχει αρχές του πολιτεύματος και της έννομης συμβίωσης, πρωταρχικές και θεμελιώδεις. Το Σύνταγμα είναι υπεράνω της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, που αποτελούν συντεταγμένες εξουσίες, επειδή είναι κανόνας πρωταρχικός της συντακτικής εξουσίας και νόμος καταστατικός της Πολιτείας. Αυτό σημαίνει ότι ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα δεν απορρέει από τη δικαιοκρατική οργάνωση των εξουσιών ούτε είναι συνέπεια της εφαρμογής από τα δικαστήρια εν ισχύει και μόνον διατάξεων του θετού δικαίου, αλλά άμεση θεσμική συνέπεια της πρωταρχικότητας της συντακτικής εξουσίας και της πολιτειακής και πολιτικής σημασίας του Συντάγματος, η οποία συνοψίζεται στην διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος, που το ίδιο εγκαθιδρύει.

Στην Ελλάδα ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι διάχυτος, κατασταλτικός και παρεμπίπτων. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 93 παρ. 4 ορίζει: "Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα". Ο κάθε δικαστής μπορεί δηλαδή να αρνηθεί να εφαρμόσει νόμο που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντίστοιχα η απόφασή του αυτή δεν επηρεάζει το τυπικό κύρος του νόμου, ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Η μόνη περίπτωση κύριου και συγκεντρωτικού ελέγχου στην Ελλάδα είναι όταν συγκαλείται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Το Α.Ε.Δ. συγκαλείται, όταν δύο από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) εκδώσουν αντίθετες αποφάσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Στην περίπτωση αυτήν το Α.Ε.Δ. αποφαίνεται οριστικά για τη συνταγματικότητα του νόμου όχι στο πλαίσιο των επιδίκων διαφορών (δεν αποφαίνεται δηλαδή για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διαφωνούντων δικαστηρίων), αλλά ως κύριο αντικείμενο της ενώπιόν του δίκης και η απόφασή του, αν θεωρήσει το νόμο αντισυνταγματικό, έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση του νόμου από την έννομη τάξη.

Για πρώτη φορά προβλέφθηκε η δυνατότητα (και υποχρέωση) των δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικούς νόμους στο Σύνταγμα του 1927. Ήδη όμως από τον 19ο αιώνα η θεωρία είχε υποστηρίξει τη δυνατότητα των δικαστηρίων να προβαίνουν σε τέτοιον έλεγχο, ενώ ο Άρειος Πάγος προέβη για πρώτη φορά με την 23/1897 απόφασή του σε μη εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού.

Ο έλεγχος των νόμων περιορίζεται στον έλεγχο του περιεχομένου τους. Τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να ελέγξουν την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος κατά την ψήφιση του νόμου (απαρτία βουλευτών κλπ.). Αυτά θεωρούνται από τα δικαστήρια interna corporis (εσωτερικά ζητήματα) της Βουλής, τα οποία τα ελέγχει η ίδια και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση των νόμων.

O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Bουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Mέσα στην προθεσμία αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Bουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από την βουλή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής.

Πρόταση νόμου ή νομοσχέδιο που έχει αναπεμφθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Bουλή εισάγεται στην Oλομέλειά της και, αν επιψηφιστεί και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το εκδίδει και το δημοσιεύει υποχρεωτικά μέσα σε δέκα ημέρες από την επιψήφισή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: