Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών
Η μόνη περίπτωση κύριου και συγκεντρωτικού ελέγχου στην Ελλάδα είναι όταν συγκαλείται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Το ΑΕΔ συγκαλείται, όταν δύο από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) εκδώσουν αντίθετες αποφάσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Στην περίπτωση αυτή το ΑΕΔ αποφαίνεται οριστικά για τη συνταγματικότητα του νόμου όχι στο πλαίσιο των επιδίκων διαφορών (δεν αποφαίνεται δηλαδή για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διαφωνούντων δικαστηρίων), αλλά ως κύριο αντικείμενο της ενώπιόν του δίκης και η απόφασή του, αν θεωρήσει το νόμο αντισυνταγματικό, έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση του νόμου από την έννομη τάξη.
Ο έλεγχος των νόμων περιορίζεται στον έλεγχο του περιεχομένου τους. Τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να ελέγξουν την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος κατά την ψήφιση του νόμου (απαρτία βουλευτών κλπ.). Αυτά θεωρούνται από τα δικαστήρια interna corporis (εσωτερικά ζητήματα) της Βουλής, τα οποία τα ελέγχει η ίδια και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση των νόμων.
Για να κριθεί αν ένας νόμος είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα θα πρέπει να προηγηθεί ερμηνεία του νόμου, ώστε να ανευρεθεί το αληθές νόημά του. Γίνεται ευρέως δεκτό ότι προτού κριθεί ένας νόμος αντισυνταγματικός, θα πρέπει να καταβάλει ο δικαστής κάθε προσπάθεια να περισώσει το κύρος του πρώτου. Θα κάνει δηλαδή τη «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία» (Verfassungskonforme Auslegung). Η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να γίνει, γιατί ο δικαστής θα πρέπει να έχει ως αφετηρία ότι ο νομοθέτης δεν επιθυμεί να παραβιάσει το Σύνταγμα. Θα πρέπει δηλαδή να αναγνωρίζει στον νόμο τεκμήριο συνταγματικότητας. Επίσης η κρίση ενός νόμου ως άκυρου ή μη εφαρμοστέου είναι ένα εξαιρετικό μέτρο που οφείλει να εφαρμόζεται με φειδώ. Έτσι θα πρέπει να εξαντληθούν πρώτα όλες οι δυνατότητες να ερμηνευτεί ο νόμος σύμφωνα με το Σύνταγμα. Οι δυνατότητες αυτές είναι κατά κύριο λόγο η διορθωτική ερμηνεία του νόμου, έτσι ώστε το περιεχόμενό του να εναρμονίζεται με το Σύνταγμα.
Διάχυτο έλεγχο έχουμε όταν κάθε δικαστής κάθε βαθμίδας έχει την εξουσία να κρίνει αν ένας νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Οι δικαστές δεσμεύονται από τους νόμους που θεσπίζει η νομοθετική εξουσία, αλλά υπέρτατος νόμος είναι το Σύνταγμα, το οποίο τους δεσμέυει όλους: αν ένας νόμος αντίκειται στο Σύνταγμα, ο δικαστής υποχρεούται λόγω της υποταγής του στο Σύνταγμα να μην τον εφαρμόσει. Αποτέλεσμα είναι ότι διαφορετικά δικαστήρια μπορεί να εκδώσουν αντιφατικές αποφάσεις για τον ίδιο νόμο. Η αντίφαση θα αρθεί τότε συνήθως στο εκάστοτε ανώτατο δικαστήριο. Η απόφαση του τελευταίου, ακόμη κι αν δε δεσμεύει τυπικά τα κατώτερα δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις (ανάλογα με το σύστημα), θα έχει ουσιαστική βαρύτητα, αφού κατά τεκμήριο θα αρνείται κάθε φορά που θα φθάνει υπόθεση σε αυτό να εφαρμόσει τον ίδιο νόμο.
Παρεμπίπτων ονομάζεται ο έλεγχος, όταν δεν αποτελεί κύριο αντικείμενο της δίκης, αλλά λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο μια οποιαδήποτε διαφορά. Έτσι ο πολίτης ή ο αιτών γενικά δεν προσφεύγει στο δικαστήριο ζητώντας απλά και μόνο την ακύρωση του νόμου, κύριο αντικείμενο της προσφυγής δεν είναι δηλαδή η συνταγματικότητα του νόμου. Όταν όμως ο δικαστής στο πλαίσιο μιας δίκης καλείται να εφαρμόσει έναν νόμο, ελέγχει πριν τον εφαρμόσει αν είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Ο παρεμπίπτων έλεγχος είναι πάντοτε κατασταλτικός και έχει ως αποτέλεσμα να μην εξαφανίζεται ο νόμος, απλά να μην εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο κατασταλτικός έλεγχος γίνεται μετά την ψήφιση και έκδοση του νόμου. Το πλεονέκτημά του είναι (αντίστροφα από αυτό του προληπτικού) ότι δίνει τη δυνατότητα στο δικαστή να κρίνει τον νόμο από την ως τώρα εφαρμογή του και να διαπιστώσει εμπειρικά αν συγκρούεται με το Σύνταγμα. Δε χρειάζεται δηλαδή ο δικαστής να κάνει εικασίες, έχει απτά παραδείγματα εφαρμογής του νόμου. Μειονέκτημά του είναι η ανασφάλεια δικαίου: οι πολίτες δεν είναι βέβαιοι αν οι καινούργιοι νόμοι που ψηφίζονται είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα. Επίσης ανατροπή ενός επί μακρόν ισχύσαντος νόμου μπορεί να φέρει ανατραχή, ανατρέποντας παγιωμένες καταστάσεις και προξεώντας ενδεχομένως και απρόβλεπτες αναδρομικές οικονομικές απαιτήσεις.
Νόμος καλείται ο γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από τη Πολιτεία μέσω των διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της (Υπηρεσιών). Κατ άλλο ορισμό Νόμος καλείται η Πολιτειακή πράξη, δια της οποίας τίθεται, τροποποιείται ή καταργείται κανόνας δικαίου. Στην Ελλάδα ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι διάχυτος,
κατασταλτικός και παρεμπίπτων. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 93 παρ. 4 ορίζει:
"Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό
του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα". Ο κάθε δικαστής μπορεί δηλαδή να
αρνηθεί να εφαρμόσει νόμο που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντίστοιχα η
απόφασή του αυτή δεν επηρεάζει το τυπικό κύρος του νόμου, ισχύει μόνο
για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Η μόνη περίπτωση κύριου και συγκεντρωτικού ελέγχου στην Ελλάδα είναι όταν συγκαλείται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Το ΑΕΔ συγκαλείται, όταν δύο από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) εκδώσουν αντίθετες αποφάσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Στην περίπτωση αυτή το ΑΕΔ αποφαίνεται οριστικά για τη συνταγματικότητα του νόμου όχι στο πλαίσιο των επιδίκων διαφορών (δεν αποφαίνεται δηλαδή για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διαφωνούντων δικαστηρίων), αλλά ως κύριο αντικείμενο της ενώπιόν του δίκης και η απόφασή του, αν θεωρήσει το νόμο αντισυνταγματικό, έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση του νόμου από την έννομη τάξη.
Ο έλεγχος των νόμων περιορίζεται στον έλεγχο του περιεχομένου τους. Τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να ελέγξουν την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος κατά την ψήφιση του νόμου (απαρτία βουλευτών κλπ.). Αυτά θεωρούνται από τα δικαστήρια interna corporis (εσωτερικά ζητήματα) της Βουλής, τα οποία τα ελέγχει η ίδια και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση των νόμων.
Για να κριθεί αν ένας νόμος είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα θα πρέπει να προηγηθεί ερμηνεία του νόμου, ώστε να ανευρεθεί το αληθές νόημά του. Γίνεται ευρέως δεκτό ότι προτού κριθεί ένας νόμος αντισυνταγματικός, θα πρέπει να καταβάλει ο δικαστής κάθε προσπάθεια να περισώσει το κύρος του πρώτου. Θα κάνει δηλαδή τη «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία» (Verfassungskonforme Auslegung). Η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να γίνει, γιατί ο δικαστής θα πρέπει να έχει ως αφετηρία ότι ο νομοθέτης δεν επιθυμεί να παραβιάσει το Σύνταγμα. Θα πρέπει δηλαδή να αναγνωρίζει στον νόμο τεκμήριο συνταγματικότητας. Επίσης η κρίση ενός νόμου ως άκυρου ή μη εφαρμοστέου είναι ένα εξαιρετικό μέτρο που οφείλει να εφαρμόζεται με φειδώ. Έτσι θα πρέπει να εξαντληθούν πρώτα όλες οι δυνατότητες να ερμηνευτεί ο νόμος σύμφωνα με το Σύνταγμα. Οι δυνατότητες αυτές είναι κατά κύριο λόγο η διορθωτική ερμηνεία του νόμου, έτσι ώστε το περιεχόμενό του να εναρμονίζεται με το Σύνταγμα.
Παράδειγμα: ένας νόμος προβλέπει ότι σε κάποιο ζήτημα ο ανήλικος θα
αντιπροσωπευθεί από τον πατέρα. Γεννάται το ερώτημα αν το δικαίωμα αυτό
το έχει και η μητέρα. Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει διάκριση λόγω φύλου.
Προτού ο δικαστής κρίνει τον νόμο αντισυνταγματικό και άκυρο, θα
προσπαθήσει να τον ερμηνεύσει σύμφωνα με το Σύνταγμα. Μια τέτοια
ερμηνεία του συγκεκριμένου νόμου θα ήταν ότι αντί για πατέρα ο νόμος
εννοεί γονέα ή κηδεμόνα ανεξαρτήτως φύλου. Με αυτόν τον τρόπο ο νόμος
διατηρείται σε ισχύ και εφαρμόζεται, ενώ ταυτόχρονα δεν παραβιάζεται και
το Σύνταγμα.
Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία έχει όμως όρια. Ο δικαστής δεν μπορεί
να «διαπλάσει» τον νόμο κατά βούλησιν. Αν το αποτέλεσμα της ερμηνείας
είναι αντίθετο με τη βούληση του νομοθέτη, τότε ο νόμος θα πρέπει να
θεωρηθεί αντισυνταγματικός και ως εκ τούτου να μην εφαρμοστεί (και
ενδεχομένως να ακυρωθεί, ανάλογα με τις εξουσίες του δικαστή). Κάτι
τέτοιο θα συμβαίνει, αν ο νόμος π.χ. μετά την «ερμηνεία» του από τον
δικαστή έχει το αντίθετο νόημα απ ό,τι προηγουμένως. Ο δικαστής μπορεί
μόνο να διαπιστώσει την αντίθεση του νόμου με το Σύνταγμα, όχι όμως και
να τον αντικαταστήσει, αλλιώς θα γινόταν ο ίδιος νομοθέτης.
Διάχυτο έλεγχο έχουμε όταν κάθε δικαστής κάθε βαθμίδας έχει την εξουσία να κρίνει αν ένας νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Οι δικαστές δεσμεύονται από τους νόμους που θεσπίζει η νομοθετική εξουσία, αλλά υπέρτατος νόμος είναι το Σύνταγμα, το οποίο τους δεσμέυει όλους: αν ένας νόμος αντίκειται στο Σύνταγμα, ο δικαστής υποχρεούται λόγω της υποταγής του στο Σύνταγμα να μην τον εφαρμόσει. Αποτέλεσμα είναι ότι διαφορετικά δικαστήρια μπορεί να εκδώσουν αντιφατικές αποφάσεις για τον ίδιο νόμο. Η αντίφαση θα αρθεί τότε συνήθως στο εκάστοτε ανώτατο δικαστήριο. Η απόφαση του τελευταίου, ακόμη κι αν δε δεσμεύει τυπικά τα κατώτερα δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις (ανάλογα με το σύστημα), θα έχει ουσιαστική βαρύτητα, αφού κατά τεκμήριο θα αρνείται κάθε φορά που θα φθάνει υπόθεση σε αυτό να εφαρμόσει τον ίδιο νόμο.
Παρεμπίπτων ονομάζεται ο έλεγχος, όταν δεν αποτελεί κύριο αντικείμενο της δίκης, αλλά λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο μια οποιαδήποτε διαφορά. Έτσι ο πολίτης ή ο αιτών γενικά δεν προσφεύγει στο δικαστήριο ζητώντας απλά και μόνο την ακύρωση του νόμου, κύριο αντικείμενο της προσφυγής δεν είναι δηλαδή η συνταγματικότητα του νόμου. Όταν όμως ο δικαστής στο πλαίσιο μιας δίκης καλείται να εφαρμόσει έναν νόμο, ελέγχει πριν τον εφαρμόσει αν είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Ο παρεμπίπτων έλεγχος είναι πάντοτε κατασταλτικός και έχει ως αποτέλεσμα να μην εξαφανίζεται ο νόμος, απλά να μην εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο κατασταλτικός έλεγχος γίνεται μετά την ψήφιση και έκδοση του νόμου. Το πλεονέκτημά του είναι (αντίστροφα από αυτό του προληπτικού) ότι δίνει τη δυνατότητα στο δικαστή να κρίνει τον νόμο από την ως τώρα εφαρμογή του και να διαπιστώσει εμπειρικά αν συγκρούεται με το Σύνταγμα. Δε χρειάζεται δηλαδή ο δικαστής να κάνει εικασίες, έχει απτά παραδείγματα εφαρμογής του νόμου. Μειονέκτημά του είναι η ανασφάλεια δικαίου: οι πολίτες δεν είναι βέβαιοι αν οι καινούργιοι νόμοι που ψηφίζονται είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα. Επίσης ανατροπή ενός επί μακρόν ισχύσαντος νόμου μπορεί να φέρει ανατραχή, ανατρέποντας παγιωμένες καταστάσεις και προξεώντας ενδεχομένως και απρόβλεπτες αναδρομικές οικονομικές απαιτήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου