Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

«Σικάγο γίναμε!»…

Έτσι έλεγε ο παππούς μου σαν άκουγε τις ειδήσεις όταν ήμασταν μικροί, στην Ελλάδα του ’90. Αναρωτιέμαι πώς θα του φαινόταν τώρα οι ειδήσεις των οκτώ, αν ήταν κοντά μας ακόμα. «Έφυγε» πριν από έναν χρόνο ακριβώς, χαρούμενος με τη ζωή του, λυπημένος για την Ελλάδα. Ένας άνθρωπος σαν πολλούς άλλους, που τα έφτιαξε όλα μόνος του από το μηδέν, μετακομίζοντας στη Θεσσαλονίκη λίγο μετά το 1944 αφού κατέβηκε από το βουνό, μετά το αντάρτικο στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Νάουσα. 

Τα χτεσινά γεγονότα με τους ομήρους στην Κομοτηνή με έκαναν να σκεφτώ τα πρωτοσέλιδα στο «αστυνομικό» ρεπορτάζ εδώ και κάποιον καιρό: τον άνδρα που απειλούσε να πέσει από κτίριο στην Καλλιθέα στην οδό Θησέως, καθώς και το ζευγάρι που ήθελε να φύγει στο κενό πριν από λίγες εβδομάδες στην Εργατική Εστία, την έκρηξη βίας, τον προπηλακισμό βουλευτών, τη βιαιότητα των ΜΑΤ σε απλούς πολίτες, την απαξίωση κάθε θεσμού, τη φοροδιαφυγή, τις συνεχώς αυξανόμενες ληστείες, τον θυμό και τα συνοφρυωμένα πρόσωπα που συναντάμε κάθε μέρα.

Όλα είναι νέα φαινόμενα, που οφείλονται καθαρά στην κρίση. Δεν ξέρω τι ακριβώς σκέφτονται οι 300 που έχουμε εκλέξει στη Βουλή το βράδυ πριν κοιμηθούν. Δυστυχώς, αν κρίνουμε όλα αυτά τα μέτρα που έχουν περάσει, μάλλον δεν σκέφτονται καθόλου τους ανθρώπους που τους έχουν αναδείξει στο αξίωμα που βρίσκονται σήμερα. Ίσως να κοιμούνται και πολύ ήσυχα, αφού τα εκατομμύριά τους ή ο χρυσός τους είναι σε μια ανώνυμη θυρίδα κάπου στην Ελβετία ή στην Τζαμάικα, ποιος ξέρει (και ποιος θα μάθει, θα μου πείτε, κανείς!).

Μια παλιά παροιμία λέει «δώσε εξουσία στον άνθρωπο για να δεις τι είδους άνθρωπος είναι». Δυστυχώς είδαμε, και η εικόνα που αντικρίσαμε είναι αυτή ενός ελληνικού κοινοβουλίου γεμάτο κρατικοδίαιτους νάρκισσους. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους βάζουν όλους σε ένα καζάνι, αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχει ούτε ένα 5% αξιόλογων ανθρώπων με συνείδηση και πραγματική αγάπη για την πατρίδα τους μέσα στην ελληνική Βουλή αυτή τη στιγμή. 

Άκουσα στις 28/2 την ανεξάρτητη βουλευτή πια Άννα Βαγενά να «προειδοποιεί» με έναν τρόπο τους βουλευτές ότι «όταν ο κόσμος εκραγεί, δεν θα μπορούν να κρυφτούν στις επαύλεις που έχουν χτίσει στα βόρεια προάστια». Δεν ξέρω αν αυτό θα συμβεί, ξέρω σίγουρα όμως ότι η έκρηξη δεν θα αργήσει να έρθει, γιατί βαδίζει χέρι-χέρι με την εξαθλίωση που βιώνει ο μέσος Έλληνας. Χαίρομαι πολύ που ο παππούς μου δεν είναι θεατής και ακροατής των ειδήσεων του τελευταίου χρόνου. Η εικόνα της Ελλάδας, που ξεφτιλίστηκε ακόμα περισσότερο από τα χέρια των ίδιων των Ελλήνων πρώτα απ’ όλα, θα τον έκανε να λυπηθεί πολύ. 

Από τον Δεκέμβριο του 2008 που καλύπτω γεγονότα στο κέντρο, εντυπωσιάζομαι με τον σχολιασμό των παππούδων και των γιαγιάδων που συναντώ στον δρόμο, τις μέρες που έχει επεισόδια στην Αθήνα. Δεν φοβούνται -όσο φοβούνται οι γονείς μας- να διαμαρτυρηθούν. Έχουν συνηθίσει σε πολύ χειρότερα. Είναι εξαγριωμένοι γιατί η σύνταξή τους πια δεν φτάνει ούτε για φάρμακα. Είναι άνθρωποι που δούλευαν πριν υπάρξουν τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης» και το οκτάωρο και έδιναν και βοήθημα στα παιδιά τους, αφού είχαν κάνει και ένα «κομπόδεμα για ώρα ανάγκης». 

Τώρα, τούς έχουν φτάσει στο σημείο να απλώνουν αυτοί το χέρι για βοήθεια στα παιδιά τους…

Μια γιαγιά μου είπε τις προάλλες, κοιτώντας έναν αστυνομικό να γράφει μια κλήση: «Δες τον αυτόν, νομίζει ότι κάνει κάτι σπουδαίο, δεν ντρέπονται; Να φάμε δεν έχουμε και μας κόβουν κλήσεις, δέρνουν κόσμο, αδέλφια χτυπάνε αδέλφια. Πού φτάσαμε, παιδί μου. Να βγείτε να φωνάξετε τα άδικα, εμείς γεράσαμε». Ήθελα να τις απαντήσω «δεν έχουμε τα κότσια σας», αλλά ντράπηκα.

Εκείνοι οι «άλλοι» Έλληνες μάτωσαν κυριολεκτικά για να χτίσουν μια ζωή για τα παιδιά τους και τις γενιές που θα έρθουν. Φώναξαν για τα άδικα. Πόσο πρέπει να ντρέπονται για τα παιδιά και τα εγγόνια τους που στέκονται βουβά και συναίνεσαν, έστω με την απραξία και τη σιωπή, σε αυτό το χάλι. Τα παιδιά τους, η γενιά του Πολυτεχνείου, πρόδωσε τον εαυτό της και τα ιδανικά της για χάρη του lifestyle, της πουράκλας και του βουλευτικού θώκου. Και μετά, θαμπωμένη από τα πακέτα Ντελόρ της δεκαετίας του ’80-’90, μεγάλωσε τα εγγόνια τους, τη «γενιά του καναπέ» και του φραπέ. Και τώρα όλοι μαζί παρακολουθούμε βουβά τους συνανθρώπους μας να απειλούν ζωές άλλων και τις ζωές τους, απελπισμένοι… σαν να βλέπουμε αμερικάνικη ταινία. 

Ναι, Σικάγο γίναμε! Αλλά σαν το Σικάγο της δεκαετίας του ’20 και του οικονομικού κραχ…




Hλιάνα Φωκιανάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: